νοβαλγίνη

νοβαλγίνη
και νοβαλζίνη, η
(φαρμ.) κατατεθειμένη ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ως δραστική ουσία ένα παράγωγο τής πυραζολόνης και χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και σπασμολυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nοvalgine < λατ. novus «καινούργιος» + algine (< ἄλγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”